animalité

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

animalité < animal

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ni.ma.li.te/

Ουσιαστικό

animalité (fr) θηλυκό

  1. το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ζώου· (κατ’ επέκταση) το ζωικό βασίλειο
  2. το μέρος του ανθρώπινου χαρακτήρα που θυμίζει ένα ζώο

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.