alfa
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
alfa
<
alpha
Ουσιαστικό
alfa
(en)
(
πληθυντικός
alfas
)
το γράμμα
A
στο
φωνητικό αλφάβητο του NATO
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
alfa
(pl)
θηλυκό
το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου:
άλφα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.