adware
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- adware < ad + -ware
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
adware (en)
- (πληροφορική) εφαρμογή λογισμικού που περιλαμβάνει διαφημίσεις, οι οποίες εμφανίζονται κατά την εκτέλεση του λογισμικού. Οι προγραμματιστές χρησιμοποιούν το adware ως πηγή εισοδήματος και για να μειώσουν το κόστος του λογισμικού (συνήθως το κάνουν δωρεάν). Ορισμένα προγράμματα adware μπορούν να περιλαμβάνουν spyware [1]
Υπερώνυμα
-
adware στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Άγγελος Κυρίτσης, Τι διαφορά έχει ένας ιός υπολογιστή, ένα trojan, ένα spyware και τα υπόλοιπα malware?, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-05. Αρχειοθέτηση 2017-07-16. Προσπέλαση 2020-08-20.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.