adulter

Λατινικά (la)

Ο Ιησούς και η μοιχαλίδα σε χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ «ο πρώτος τον λίθον βαλλέτω»

Ετυμολογία

adulter < ad και ulter (=περαίτερος)→ πέραν των κειμένων

Επίθετο

adulter (la) θηλυκό -era

μοιχός, μοιχαλίδα

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.