ablativo
Εσπεράντο (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | ablativo | ablativoj |
| αιτιατική | ablativon | ablativojn |
Ίντο (io)
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| ablativo | ablativi |
Ιταλικά (it)
Ουσιαστικό
ablativo (it) αρσενικό
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
- (μεταφορικά) βρίσκομαι στα τελευταία μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.