abdicataire

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

abdicataire < abdiquer

Προφορά

ΔΦΑ : /ab.di.ka.tεʁ/

Επίθετο

abdicataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παραιτημένος

Ουσιαστικό

abdicataire (fr)

  1. παραιτημένος

Σημειώσεις

  • Λέγεται για τους εκκλησιαστικούς που παραιτήθηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.