SATA
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
SATA
<
S
erial
ATA
(2001)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈseɪtə
/ & /
ˈsætə
/
Συντομομορφή
SATA
(en)
(
υλικό υπολογιστή
)
η
διεπαφή
(interface)
διάυλου
/
αρτηρίας
(bus) κυρίως για μεταφορά
δεδομένων
από
σκληρό δίσκο
ή οπτικό δίσκο. Είναι ο διάδοχος του παλαιού προτύπου
ATA
/
PATA
Συγγενικά
eSATA
Υπερώνυμα
bus
ATA
/
PATA
,
NVMe
,
PCI
/
PCIe
,
SAS
,
SATA
/
eSATA
SATA
στη
Βικιπαίδεια
SATA
στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.