QoS

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

QoS < Quality of Service

Συντομομορφή

QoS (en) αρκτικόλεξο

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ποιότητα υπηρεσίας[1]

Αναφορές

  1. «ποιότητα υπηρεσίας», «QoS» από αναζήτηση «quality of service» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.