PHP
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- PHP < αρχικά, personal home page (προσωπική κεντρική ιστοσελίδα). Αργότερα, ψευδοαρκτικόλεξο για hypertext preprocessor
Προφορά
- ΔΦΑ : /piː eɪtʃ piː/
Συντομομορφή
PHP (en) αρκτικόλεξο
- (γλώσσες προγραμματισμού) hypertext preprocessor, γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου
-
PHP στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
PHP στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.