NAP
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Από τα αρχικά των λέξεων Neuilly, Auteuil, Passy, κομψές συνοικίες του Παρισιού
Προφορά
- ΔΦΑ : /nap/
Συντομομορφή
NAP (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- λέγεται για ανθρώπους καλοντυμένους, με κλασικό στυλ, με καλούς τρόπους, από καλή οικογένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.