AM

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

AM < Armenia

Σύμβολο

AM

Πηγές



Αγγλικά (en)

AM < Amplitude Modulation

Συντομομορφή

AM (en) αρκτικόλεξο

  1. (τεχνολογία) διαμόρφωση πλάτους: μέθοδος αποστολής πληροφοριών τροποποιώντας (διαμορφώνοντας) την ένταση (πλάτος) ενός φέροντος κύματος
  2. άλλη μορφή του a.m.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.