-μόριο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
-
μόριο
<
μόριο
Επίθημα
-
μόριο
επίθημα
σχηματισμού συνθέτων που αφορούν
ένα
μέρος
ενός
συνόλου
↪
δεκατημόριο
,
εκτημόριο
(
χημεία
)
επίθημα
σχηματισμού συνθέτων που αφορούν
ένα
μόριο
Μεταφράσεις
-
μόριο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.