𐀳𐀖

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)

te
mi

Ετυμολογία

𐀳𐀖 - συγγενής η αρχαία ελληνική θέμις  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

𐀳𐀖 (te-mi)

Συγγενικά

  • 𐀳𐀖𐀴𐀍 (te-mi-ti-jo, θεμίστιος)

Πηγές

  • «θέμις» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.