ὧτε
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὧτε < άλλη γραφή του ὥτε, δωρικού τύπου του ὥστε
Σύνδεσμος
- ὧτε
- (δωρικός τύπος ) για να, άρα, προκειμένου
- ψυχρόν ὧτε λούεσθαι (πολύ κρύο για να λουστεί κάποιος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.