ὧτε

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὧτε < άλλη γραφή του ὥτε, δωρικού τύπου του ὥστε

Σύνδεσμος

ὧτε
  1. (δωρικός τύπος) για να, άρα, προκειμένου
    ψυχρόν ὧτε λούεσθαι (πολύ κρύο για να λουστεί κάποιος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.