ὦκα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὦκα < ὠκ(ύς) + ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα

ὦκα

  1. (ποιητικός τύπος του ὠκέως) γρήγορα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 417
    ὣς ἔπεσ᾽ Ἕκτορος ὦκα χαμαὶ μένος ἐν κονίῃσι·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: ὠκύ (ουδέτερο ως επίρρημα)
  2. αμέσως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.