ὠκύτοκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκύτοκος | τὸ ὠκύτοκον | οἱ, αἱ ὠκύτοκοι | τὰ ὠκύτοκα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυτόκου | τοῦ ὠκυτόκου | τῶν ὠκυτόκων | τῶν ὠκυτόκων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυτόκῳ | τῷ ὠκυτόκῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυτόκοις | τοῖς ὠκυτόκοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκύτοκον | τὸ ὠκύτοκον | τοὺς, τὰς ὠκυτόκους | τὰ ὠκύτοκα |
| Κλητική | ὠκύτοκε | ὠκύτοκον | ὠκύτοκοι | ὠκύτοκα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυτόκω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠκυτόκοιν | |||
Επίθετο
ὠκύτοκος,ος,ον
- που γεννά γρήγορα, που παράγεται γρήγορα
- το ὠκύτοκον ως ουσιαστικό: ο γρήγορος εύκολος τοκετός
Σημειώσεις
- ως παροξύτονο (ο ὠκυτόκος) : εκείνος που συντελεί στον ταχύ τοκετό ή (γι ανερά ποταμού) εκείνος που κάνει γρήγορα εύφορα τα εδάφη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.