ὠκυτόκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκυτόκος | τὸ ὠκυτόκον | οἱ, αἱ ὠκυτόκοι | τὰ ὠκυτόκα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυτόκου | τοῦ ὠκυτόκου | τῶν ὠκυτόκων | τῶν ὠκυτόκων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυτόκῳ | τῷ ὠκυτόκῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυτόκοις | τοῖς ὠκυτόκοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκυτόκον | τὸ ὠκυτόκον | τοὺς, τὰς ὠκυτόκους | τὰ ὠκυτόκα |
| Κλητική | ὠκυτόκε | ὠκυτόκον | ὠκυτόκοι | ὠκυτόκα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυτόκω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠκυτόκοιν | |||
Επίθετο
ὠκυτόκος, ος, ον
- που συντελεί στον ταχύ τοκετό
- που γρήγορα (π.χ. ποταμός με τα νερά του) γονιμοποιεί τα εδάφη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.