ὑσμίνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ὑσμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὑσμίνη, -ης θηλυκό
- αγώνας, πάλη, μάχη, σύγκρουση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 243 (στίχοι 243-244)
- Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης | χωρήσαντες ἔλυσαν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
- Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος άφησαν τον φονικόν αγώνα | και οι Τρώες, και απ᾽ τες άμαξες εξέζεψαν τους ίππους,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης | χωρήσαντες ἔλυσαν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 627
- Ὣς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην·
- Έτσι ενεργούσαν στον σφοδρόν αγώνα του πολέμου.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 119 (118-119)
- ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ | ὑσμίνη τρηχεῖα·
- Ήρωα Ιόλαε, του Δία θρέμμα, δεν είναι πια μακριά | η μάχη η σκληρή.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ | ὑσμίνη τρηχεῖα·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 712 (711-712)
- ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες | ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
- Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν | και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες | ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 243 (στίχοι 243-244)
Παράγωγα
- ὑσμίνηνδε (επίρρημα)
Πηγές
- ὑσμίνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑσμίνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.