ὁμόσπονδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὁμόσπονδος
- το καθένα από τα δύο άτομα ή μέρη που έχουν δεσμευτεί με ανακωχή
- που μοιράζεται σπονδή, που πίνει από το ίδιο ποτήρι
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.