ὁλοκότινος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ὁλοκότινος < (ὅλος) ὁλο- + quatinus[1]

Ουσιαστικό

ὁλοκότινος αρσενικό

  • (νόμισμα) είδος χρυσού νομίσματος, ίσως το δηνάριο[2]

Αναφορές

  1. ολοκότινον -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.