ὀπισθοπόρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὀπισθοπόρος τὸ ὀπισθοπόρον οἱ, αἱ ὀπισθοπόροι τὰ ὀπισθοπόρα
Γενική τοῦ, τῆς ὀπισθοπόρου τοῦ ὀπισθοπόρου τῶν ὀπισθοπόρων τῶν ὀπισθοπόρων
Δοτική τῷ, τῇ ὀπισθοπόρῳ τῷ ὀπισθοπόρῳ τοῖς, ταῖς ὀπισθοπόροις τοῖς ὀπισθοπόροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὀπισθοπόρον τὸ ὀπισθοπόρον τοὺς, τὰς ὀπισθοπόρους τὰ ὀπισθοπόρα
Κλητική ὀπισθοπόρε ὀπισθοπόρον ὀπισθοπόροι ὀπισθοπόρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὀπισθοπόρω
Γενική-Δοτική ὀπισθοπόροιν

Ετυμολογία

ὀπισθοπόρος < ὀπισθο- + πόρος

Επίθετο

ὀπισθοπόρος, -ος, -ον

  • που περπατάει από πίσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.