ἴτε

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

ἴτε

  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἶμι
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική μέσου ενεστώτα του ρήματος ἔρχομαι
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική μέσου μέλλοντα του ρήματος ἔρχομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.