ἠθικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἠθικός < ἦθος

Επίθετο

ἠθικός

  1. αυτός που αναφέρεται στα ήθη, ο ηθικός
  2. αυτός που εκφράζει ηθικό χαρακτήρα, αυτός που επιδεικνύει ήθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.