Ἔρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἔρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἔρος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 201 (201-202)
- τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς | γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ·
- Αυτήν, μόλις γεννήθηκε κι ανέβαινε προς των θεών το γένος, | την συνόδεψε ο Έρωτας και ο ωραίος Ίμερος την ακολούθησε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς | γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 201 (201-202)
Αναφορές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
*Ἔρος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.