Ἑρμαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἑρμαῖος < Ἑρμῆς
Ουσιαστικό
Ἑρμαῖος,η,ον και Ἑρμαῖος,α,ον και Ἕρμαιος,ος,ον και Ἑρμαΐς-ίδος (θηλυκό, π.χ. για κρήνη)
- του Ερμή
- μήνας του χρόνου στο Άργος (και στην Αλικαρνασσό αλλά εκεί με τη μορφή ἑρμαιών,-ῶνος,)
Επίθετο
Ἑρμαῖος,α,ον
- (συχνά όχι με κεφαλαίο), δηλαδή ἑρμαῖος, α, ον : ο κερδοφόρος, ο επικερδής
- που δόθηκε ανέλπιστα σαν δώρο της τύχης ή του θεού Ερμή (δηλαδή ως συνώνυμο της λεξης ἕρμαιον)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.