Ἑλλοί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Ἑλλοί < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἑλλοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • ονομασία των αρχαίων κατοίκων της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.