ἔποικεν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἔποικεν: → δείτε τη λέξη ἔποικα
Ρηματικός τύπος
ἔποικεν
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου (ἔποικα) του ποιῶ: ποίησε, έκανε
- ※ 14ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, στίχ.1099 (1095-1099), κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis 57) του 1375‑1385
- σὲ λέγω καὶ πληροφορῶ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ γράφω,
ὅτι, ὡσὰν τὸ ἔποικεν ἐκείνου τοῦ μαρκέση,
τοῦ ρῆγα τοῦ Σαλονικίου, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην,
τὸ ἐποίησαν καὶ Μπαλτουῆ*, τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης·
μετὰ χωσίες καὶ μηχανίες οὕτω τοὺς ἐπλανέσαν, - * Βαλδουίνος (γαλλικά: Baudouin. Εδώ, ο 9ος κόμης της Φλάνδρας και πρώτος λατίνος αυτοκράτορας της Πόλης μετά την πτώση της το 1204.)
- σὲ λέγω καὶ πληροφορῶ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ γράφω,
- ※ 14ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, στίχ.1099 (1095-1099), κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis 57) του 1375‑1385
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.