ἑλέπολις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἑλε- (< εἷλον, υποτακτική ἕλω: αόριστος β' του αἱρῶ) + πόλις

Επίθετο

ἑλέπολις

  • που καταστρέφει πόλεις

Ουσιαστικό

ἑλέπολις

  • πολιορκητική μηχανή

  • ἕλανδρος
  • ἑλέναυς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.