ἐτώσιος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐτώσιος
<
ἐτός
Επίθετο
ἐτώσιος
-ος -ον
που δεν φέρνει αποτέλεσμα,
μάταιος
,
άσκοπος
ανώφελος
,
άχρηστος
Συγγενικά
ἐτωσιοεργός
ἐτωσίως
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.