ἐρωτίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐρωτίς < ομόρ. του ἔραμαι (ἐράω)

Ουσιαστικό

ἐρωτίς θηλυκό -ίδος

η ρέπουσα προς τον έρωτα

Ελαιογραφία (1880) του Ουιλιάμ Αντόλφ Μπουγκερώ.The Getty Center, Los Angeles.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.