ἐπιτήδεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἐπιτήδεος < → δείτε τη λέξη ἐπιτήδειος
Επίθετο
ἐπιτήδεος, -έη, -εον, συγκριτικός :ἐπιτηδεότερος, υπερθετικός : ἐπιτηδεότατος
- ιωνικός τύπος του ἐπιτήδειος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 4 (Μελπομένη), 47.1
- ἐξεύρηται δέ σφι ταῦτα τῆς τε γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης καὶ τῶν ποταμῶν ἐόντων σφι συμμάχων·
- Κι έχουν επινοήσει αυτή τη λύση καθώς και η χώρα τους προσφέρεται και τα ποτάμια είναι σύμμαχοί τους·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐξεύρηται δέ σφι ταῦτα τῆς τε γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης καὶ τῶν ποταμῶν ἐόντων σφι συμμάχων·
- 8 (Οὐρανία), 32.1
- ἔστι δὲ καὶ ἐπιτηδέη δέξασθαι ὅμιλον τοῦ Παρνησσοῦ ἡ κορυφὴ ‹ἡ› κατὰ Νέωνα πόλιν κειμένη ἐπ᾽ ἑωυτῆς, Τιθορέα οὔνομα αὐτῇ· ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν
- κι είναι κατάλληλη να δεχτεί πολύ κόσμο η κορυφή του Παρνασσού, που, ξεκομμένη, βρίσκεται πάνω απ᾽ την πόλη Νέωνα — τ᾽ όνομά της Τιθορέα· σ᾽ αυτή λοιπόν ανέβασαν τα υπάρχοντά τους κι ανέβηκαν και οι ίδιοι
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔστι δὲ καὶ ἐπιτηδέη δέξασθαι ὅμιλον τοῦ Παρνησσοῦ ἡ κορυφὴ ‹ἡ› κατὰ Νέωνα πόλιν κειμένη ἐπ᾽ ἑωυτῆς, Τιθορέα οὔνομα αὐτῇ· ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν
- 4 (Μελπομένη), 47.1
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
Πηγές
- ἐπιτήδειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιτήδειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.