ἐπειδή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπειδή < ἐπεί + δή


Σύνδεσμος

  • εντονότερος τύπος του ἐπεί:
  1. (χρονικός) κατόπιν, έπειτα
  2. (αιτιολογικός) γιατί, διότι


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.