ἐξαμαρτεῖν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Απαρέμφατο
ἐξαμαρτεῖν
- απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου του ἐξαμαρτάνω
- ※ 4ος/3ος↑ αιώνας ⌘ Μένανδρος, Γνῶμαι Μονόστιχοι, στίχ. 221 (ρκαʹ)
- Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ.
- ※ 4ος/3ος↑ αιώνας ⌘ Μένανδρος, Γνῶμαι Μονόστιχοι, στίχ. 221 (ρκαʹ)
Πηγές
- ἐξαμαρτάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξαμαρτάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.