ἐντριβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐντριβής | τὸ ἐντριβές | οἱ, αἱ ἐντριβεῖς | τὰ ἐντριβῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐντριβοῦς | τοῦ ἐντριβοῦς | τῶν ἐντριβῶν | τῶν ἐντριβῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐντριβεῖ | τῷ ἐντριβεῖ | τοῖς, ταῖς ἐντριβέσι(ν) | τοῖς ἐντριβέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐντριβῆ | τὸ ἐντριβές | τοὺς, τὰς ἐντριβεῖς | τὰ ἐντριβῆ |
| Κλητική | ἐντριβές | ἐντριβές | ἐντριβεῖς | ἐντριβῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐντριβεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἐντριβοῖν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.