ἐναλλάσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐναλλάσσω < ἐν + ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos

Ρήμα

ἐναλλάσσω (παθητική φωνή: ἐναλλάσσομαι)

Συγγενικά

  • ἐναλλάγδην
  • ἐναλλαγή
  • ἐνάλλαγμα
  • ἐναλλάκτης
  • ἐναλλακτικός
  • ἐναλλάξ
  • ἐνάλλαξις
  • ἐναλλασσομένως
  •  δείτε τη λέξη ἀλλάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.