ἐλευθερόομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐλευθεροῦμαι 
Παρατατικός  ἠλευθερούμην 
Μέλλοντας  ἐλευθερωθήσομαι 
Αόριστος  ἠλευθερώθην 
Παρακείμενος  ἠλευθέρωμαι 
Υπερσυντέλικος  ἠλευθερώμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἐλευθερόομαι < μέση-παθητική φωνή του ἐλευθερόω

Ρήμα

ἐλευθερόομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.