Ἁγιορείτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Ἁγιορείτης < λέξη του 11ου αιώνα Ἅγι(ον) ὄρ(ος) + -ίτης [1]

Κύριο όνομα

Ἁγιορείτης αρσενικό

Αναφορές

  1. Ἁγιορείτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.