ἄχθος ἀρούρης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ἄχθος ἀρούρης
- (μεταφορικά) (για άχρηστους ανθρώπους) βάρος πάνω στη γη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 379 (376-379)
- «Τηλέμαχ᾽, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος· | οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην, | σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων | ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾽ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.
- «Τηλέμαχε, άλλος δεν είναι πιο κακόξενος από την αφεντιά σου! | Που περιμάζεψες εδώ ένα ρεμάλι βρώμικο, | έναν αχόρταγο, που ξέρει μόνο να τρώει και να πίνει, άχρηστο για δουλειά, | στη δύναμη ψοφίμι, βάρος της γης·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Τηλέμαχ᾽, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος· | οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην, | σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων | ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾽ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 379 (376-379)
Πηγές
- ἄχθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.