ἄρουρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄρουρα < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erh₃- (οργώνω)

Ουσιαστικό

ἄρουρα θηλυκό

  1. η καλλιεργήσιμη γη
  2. (γενικότερα) η γη, το χώμα, το έδαφος
    ἄχθος ἀρούρης

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.