ἄκουσον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
- ἄκουσον
- β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀκούω
- → δείτε τη λέξη ἀκούω
Εκφράσεις
- ἄκουσον, ἄκουσον!
- ἄκουσον Κύριε!
- πάταξον μέν, ἂκουσον δέ (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 11.3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.