ἁδρῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἁδρῶς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
ἁδρῶς, συγκριτικός :ἁδροτέρως
- (ελληνιστική κοινή) (τροπικό επίρρημα) άφθονα, δυνατά
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Prognosticum, 2.26, p. 148 @scaife.perseus
- ἀλλὰ τὰ μὲν οὐδ’ ὅλως ἔχοντα τὰς ὑποστάσεις οὖρα τοῖς λεπτῶς πάνυ διῃτημένοις γίνεται, τὰ δὲ πολλὴν τοῖς ἁδρῶς, τὰ δ’ ὀλίγην τοῖς συμμέτρως.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Prognosticum, 2.26, p. 148 @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἁδρός
Πηγές
- ἁδρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁδρῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.