ἀρκούδα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρκούδα < ἀρκούδ(ιον) +

Ουσιαστικό

ἀρκούδα θηλυκό, θηλυκό του ἄρκουδος

  • (θηλαστικό ζώο) αρκούδα
      14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στ. 1035 (στίχοι 1035-1037)
    εὐθὺς ὁ λεοντόπαρδος, εὐθὺς καὶ ἡ ἀρκοῦδα,
    ὁ λύκος, ἡ ἀλώπεκα, ὁ σκύλος καὶ ὁ κάτης,
    ὅλοι ἐκεῖ εἰσέδραμον εἰς βοηθειὰν τοῦ πάρδου·
    Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 177

Συγγενικά

  • ἀρκοπαίκτης
  • ἀρκοπαικτολωποχιτονεκδύτης
  • ἀρκοπούλι, ἀρκοπούλιν
  • ἄρκος
  • ἀρκοτρόφος
  • ἀρκουδόμαξο, ἀρκουδόμαξον
  • ἀρκουδίζω
  • ἀρκουδόπουλον
  • ἀρκόχοιρος
  • ἀρκτοκύων
  • ἀρκτόμορφος
  • ἄρκτος
  • ἀρκτοτρόφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.