ἀποσυνάγωγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀποσυνάγωγος | τὸ ἀποσυνάγωγον | οἱ, αἱ ἀποσυνάγωγοι | τὰ ἀποσυνάγωγα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀποσυναγώγου | τοῦ ἀποσυναγώγου | τῶν ἀποσυναγώγων | τῶν ἀποσυναγώγων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀποσυναγώγῳ | τῷ ἀποσυναγώγῳ | τοῖς, ταῖς ἀποσυναγώγοις | τοῖς ἀποσυναγώγοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀποσυνάγωγον | τὸ ἀποσυνάγωγον | τοὺς, τὰς ἀποσυναγώγους | τὰ ἀποσυνάγωγα |
| Κλητική | ἀποσυνάγωγε | ἀποσυνάγωγον | ἀποσυνάγωγοι | ἀποσυνάγωγα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀποσυναγώγω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀποσυναγώγοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.