ἀποσκορακίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀποσκορακίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀποσκορακίζω
- (ελληνιστική κοινή) στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 3.12, @scaife.perseus
- «ἔτι τὴν μὲν φιλοδοξίαν ἀποσκορακίζει. »οὐαὶ ὑμῖν, Φαρισαῖοι«, λέγων, »ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 3.12, @scaife.perseus
- ἀποσκορακιῶ
Παράγωγα
- ἀποσκορακισμός
- ἀποσκορακιστέον
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀποσκορακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.