ἀποσκοπέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποσκοπέω < ἀπό + σκοπέω, -ῶ

Ρήμα

ἀποσκοπέω

  • αποστρέφω το βλέμμα από όλα τα άλλα αντικείμενα και το προσηλώνω σε ένα,κοιτάζω κάτι σταθερά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.