ἀποκρισιάρη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ἀποκρισιάρη αρσενικό
- κλητική ενικού του ἀποκρισιάρης
- ※ → δείτε παράθεμα στο ἀποκρισιάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.