ἀπερινόητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἀπερινόητος < ἀ- + περινόητος < περινοέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἀπερινόητος, ος, ον
- που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, ακατανόητος
- ※ Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον (Θεία Λειτουργία)
- αδιανόητα σύντομος
- ανεπαίσθητος
Πηγές
- ἀπερινόητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.