ἀντλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀντλέω < ἄντλος

Ρήμα

ἀντλέω - ἀντλῶ (συνηρημένο)

  1. αδειάζω τα νερά μέσα από ένα πλοίο
  2. (κατ’ επέκταση) αντλώ νερά
  3. εκμεταλλεύομαι κάτι στο έπακρο, παίρνω ό,τι έχει να μου δώσει
  4. εξαντλώ κάτι, το ξοδεύω ολοκληρωτικά, το σκορπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.