ἀντλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀντλέω < ἄντλος
Ρήμα
ἀντλέω - ἀντλῶ (συνηρημένο)
- αδειάζω τα νερά μέσα από ένα πλοίο
- (κατ’ επέκταση) αντλώ νερά
- εκμεταλλεύομαι κάτι στο έπακρο, παίρνω ό,τι έχει να μου δώσει
- εξαντλώ κάτι, το ξοδεύω ολοκληρωτικά, το σκορπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.