ἀντιάσασα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀντιάσασα < μετοχή των ρημάτων ἀντιάζω και ἀντιάω (στον ΄Ομηρο ἀντιόω)
Μετοχή
ἀντιάσασα
- θηλυκό του ἀντιάσας, μετοχής αορίστου του ἀντιάω και ἀντιάζω
- εκείνη που προσέτρεξε να συναντήσει, που πήγε να συναντήσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.