ἀμφίβιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμφίβιος τὸ ἀμφίβιον οἱ, αἱ ἀμφίβιοι τὰ ἀμφίβια
Γενική τοῦ, τῆς ἀμφιβίου τοῦ ἀμφιβίου τῶν ἀμφιβίων τῶν ἀμφιβίων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμφιβίῳ τῷ ἀμφιβίῳ τοῖς, ταῖς ἀμφιβίοις τοῖς ἀμφιβίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμφίβιον τὸ ἀμφίβιον τοὺς, τὰς ἀμφιβίους τὰ ἀμφίβια
Κλητική ἀμφίβιε ἀμφίβιον ἀμφίβιοι ἀμφίβια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμφιβίω
Γενική-Δοτική ἀμφιβίοιν

Ετυμολογία

ἀμφίβιος < ἀμφί- + βίος

Επίθετο

ἀμφίβιος, -ος, ον

  • που ζει διπλή ζωή, που ζει σε δύο μέρη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.